- πολυαιμία
- πολυ-αιμία, ἡ, Vollblütigkeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
πολυαιμία — πολυαιμίᾱ , πολυαιμία fullness of blood fem nom/voc/acc dual πολυαιμίᾱ , πολυαιμία fullness of blood fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαιμίᾳ — πολυαιμίᾱͅ , πολυαιμία fullness of blood fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυαιμία — η, ΝΑ [πολύαιμος] νεοελλ. η ύπαρξη μεγάλης ποσότητας αίματος σε έναν οργανισμό αρχ. αφθονία αίματος … Dictionary of Greek
πολυαιμία — η αφθονία αίματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολυαιμίας — πολυαιμίᾱς , πολυαιμία fullness of blood fem acc pl πολυαιμίᾱς , πολυαιμία fullness of blood fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)